- καταείδω
- καταείδω (Α)(ιων. τύπος) βλ. κατάδω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατάδω — κατᾴδω και καταείδω (Α) 1. (για πουλιά) α) κελαηδώ β) γεμίζω τον τόπο με το τραγούδι μου 2. τραγουδώ σύμφωνα με κάτι 3. τραγουδώ σύμφωνα με την επιθυμία κάποιου 4. ευχαριστώ ή γοητεύω κάποιον με το τραγούδι μου 5. τραγουδώ επωδή μαγείας 6.… … Dictionary of Greek